Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
1.только·полн. Противоположный, расположенный напротив (·книж. ). "Ветер оборотился в противную сторону." Пушкин. Дом стоял на противном берегу. Противный ветер.
2.только·полн. Враждебный, противоположный по интересам. Противные стороны до суда не могли прийти к соглашению.
3. Отвратительный, гадкий. Противный запах. Противная физиономия. Он мне противен. Противный вкус лекарства. "Винцо всякому противно, как нищему гривна." Мельников-Печерский. Противно (нареч.) пахнет.
4.·безл., в ·знач. сказуемого противно кому-чему. О чувстве отвращения к кому-чему-нибудь. Мне противно говорить об этом.
5.в знач.сущ.противное, противного, мн. нет, ср. Положение, обратное данному или требуемому. Утверждать противное. Доказательство от противного.
• В противном случае - если наоборот, противоположно данному.
противно
1. нареч.
Соотносится по знач. с прил.: противный (2*).
2. предикатив
Оценка какой-л. ситуации, чьих-л. действий как вызывающих чувство отвращения, неприязни.
3. предлог устар.
с дат. пад. Вопреки, наперекор чему-л., в противоречии с чем-л.